- συνάθροισμα
- συνάθροισμαassemblageneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάθροισμα — το, ΝΜΑ [συναθροίζω] 1. συνάθροιση, συγκέντρωση 2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.) … Dictionary of Greek
συναθροίσματι — συνάθροισμα assemblage neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναθροίσματος — συνάθροισμα assemblage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… … Dictionary of Greek